- μπαλαλάικα
- Χαρακτηριστικό έγχορδο όργανο, αρκετά διαδεδομένο στις ανατολικές χώρες, που παίζεται –όπως το μαντολίνο– με πένα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται μεταξύ 2 και 7, ενώ αντίθετα αμετάβλητη παραμένει η τυπική τριγωνική μορφή του ηχείου. Στη λαβή της, μακριά και με κάμψη στο επάνω μέρος, έχει μια πλούσια διακοσμημένη ταστιέρα, με χωρίσματα (τάστα) διατεταγμένα κατά ημιτόνιο. Η μ. εισήχθη στη Ρωσία στα τέλη του 17ου αι. από τις ταταρικές φυλές της Τουρκίας και έγινε λαϊκό όργανο, κυρίως στην Ουκρανία. Τον 19o αι. τράβηξε την προσοχή των κατασκευαστών μουσικών οργάνων, που δημιούργησαν αξιόλογα αντίγραφα. Ξεχωριστό ενδιαφέρον γι’ αυτό το όργανο παρατηρήθηκε μετά τις διεθνείς περιοδείες που έγιναν κατά τα τέλη του 19ου αι. από μουσικά συγκροτήματα, που αποτελούνταν μόνο από μ. Στην ίδια εποχή ανάγονται ενδιαφέρουσες μελέτες και έρευνες γύρω από το όργανο.
* * *ηρωσικό λαϊκό έγχορδο μουσικό όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. balalaika].
Dictionary of Greek. 2013.